στραπάτσο

στραπάτσο
τό
1) порча; ущерб, убыток; урон; 2) унижение;

μου κάνει στραπάτσα — он меня унижает;

§ τα κάνω στραπάτσο — а) испортить (всё) дело, все делать не так;

б) портить, приводить в негодность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "στραπάτσο" в других словарях:

  • στραπάτσο — το, Ν 1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση 2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzo < ρ. strapazzare (βλ. λ. στραπατσάρω)] …   Dictionary of Greek

  • στραπάτσο — το (λ. ιταλ.), ζημία, φθορά: Η πλημμύρα τα έκανε όλα στραπάτσο (τα κατέστρεψε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραπατσάρης — α, ικο Ν [στραπάτσο] αυτός που έχει την τάση ή το ελάττωμα να στραπατσάρει …   Dictionary of Greek

  • στραπατσάρω — Ν 1. προξενώ στραπάτσο, βλάπτω, φθείρω, κάνω κακό («μού στραπατσάρισε το φόρεμα») 2. μτφ. μειώνω ηθικά κάποιον, προπηλακίζω, ταπεινώνω, εξευτελίζω 3. (σχετικά με γυναίκα) εκθέτω από ηθική άποψη, διασύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. strapazzare < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • τσαλαπάτημα — το, Ν [τσαλαπατώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσαλαπατώ, ποδοπάτημα 2. μτφ. πολύ μεγάλος εξευτελισμός, στραπάτσο …   Dictionary of Greek

  • τσαλάκωμα — το, ατος 1. ζάρωμα, σούφρωμα, στραπατσάρισμα: Τσαλάκωμα της γραβάτας. 2. μτφ., ηθικός εξευτελισμός, στραπάτσο: Με την καταδίκη του έπαθε τσαλάκωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»